- αντρίκειος
- -εια, -ειοανδρικός, παλικαρίσιος: Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια η στάση του ήταν αντρίκεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.